- επιταλαιπωρώ
- ἐπιταλαιπωρῶ, -έω (Α)1. υποφέρω επί πλέον, υφίσταμαι κι άλλες ταλαιπωρίες («περὶ δὲ τῶν ἔπειτα μελλόντων τοῑς παροῡσι βοηθοῡντας χρὴ ἐπιταλαιπωρεῑν», Θουκ.)2. κοπιάζω για κάτι («πρὸς πολιτικοῑς ἐπιταλαιπωροῡντας», Πλάτ.)3. εργάζομαι επί πλέον, μοχθώ παραπάνω.
Dictionary of Greek. 2013.